καταπάτησε

καταπάτησε
καταπατέω
trample under foot
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
καταπατέω
trample under foot
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γεζέριχος ή Γιζέριχος ή Γενσέριχος — (389 – 477 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (428 477). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά Γοδιγισήλου, αδελφός και διάδοχος του Γονδερίχου, μετά τον θάνατο του οποίου ανέβηκε στον θρόνο της Ισπανίας. Ο Γ., ευφυής άνθρωπος, πανούργος πολιτικός …   Dictionary of Greek

  • καταπατώ — και καταπατάω καταπάτησα, καταπατήθηκα, καταπατημένος 1. πατώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια, ποδοπατώ, τσαλαπατώ: Όταν είδαν την πυρκαγιά, όλοι έσπευσαν έξω, και πολλά άτομα καταπατήθηκαν. 2. παραβαίνω, ακυρώνω: Τον καταπάτησε το νόμο. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαίρα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηρωίδα της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Άτλαντα και σύζυγος του Τεγεάτη, ενώ από τον γάμο της απέκτησε δύο γιους, τον Λειμώνα και τον Σκέφρο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο τάφος της βρισκόταν στην… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Στηλιτικά — Πολιτικές ανωμαλίες στην Ελλάδα, που συνέβηκαν κατά την ΣΤ’ βουλευτική περίοδο (Μάρτιος 1875). Η κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη, κινδυνεύοντας να ανατραπεί κοινοβουλευτικά τον Νοέμβριο του 1874, ψήφισε τον προϋπολογισμό και κήρυξε τη λήξη της συνόδου με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”